Οι πυλες τ’ ουρανου βροντήξαν
Τα δοντια μου
το κρυο -σαν θανατο- το μαρμαρο δαγκώσαν
Ηρθε ο καιρος
Να πισωστρατισω ενδεης , δεχομενος την συντριβη μου
Μακρυα απ τη πολη, το καστρο και τα τειχη μου,
σωριασμενα τωρα ερειπια μεσ τους καπνους
Μακρυα απ τα φουσατα των καταχτητων φονιαδων
που αλωσανε τα απραγα μου νιατα
Αμετρητες, χυθηκαν, φορες επανω μου
Ανεκοπα κι αξοδευτα κι ανεσπλαχνα και μανιασμενα
Και τωρα ηρθε ο καιρος
Πισω να παω, εξοριστος, σε αγιασμενα χωματα
Να βρω ταγή για τ΄ άτια μου
Με σεβας να ενσταλαξω την παραλυμενη μου ψυχη
Να στησω νεες βαρδιες γυρω μου
Και να θρηνησω την αρχεγονη και προδομενη μου λαχταρα
Εγω ο, μεχρι χθες ,ανοσιος, αλωβητος και ασεβης
Εγω, που εταχθην, παιδιοθεν, απ τους ακαρδους θεους
να ερθει καποτε ο καιρος, να μαθω
η Ακλονητη Δυναμη ποια ειναι,
και ποιος ο Ανθρωπος,
καλα να ξεχωριζω
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010
ηρθε ο καιρος
ΜΑΝΤΑΤΩΡ
Ηρθε επι τελους
ο μαντατορας
Και εγραψε σ ενα χαρτι
αυτες τις λεξεις.
Αγαμεμνων, Αχιλλεας,Πριαμος,Παρης,Οδυσσεας,Μενελαος και Εκτωρ
Μη σκιαζεσαι. Δεν φερνω συμφορα, ειπε
Οι Λαμιες του Θανατου με προσταξαν να ερθω
Να θυμηθεις το ατιμητο, το αθανατο, το αιωνιο
που παντα αλλαζει τη μορφη
και παντα ιδιο μενει
Αναξια και απρεπα λογια
μην μου μιλας, του ειπα
Εγω την Τροια αγαπησα
που ακομη δεν γνωριζω
κι αναπαμο δεν εχω
AΒΑΤΟΣ ΓΗ
Η μνημη δεν διαιρειται ουτε μοιραζεται
και η ασκητικη με προσαραξε
Ημιθανης παλαιοθεν και υστερος ενθεος,
μεσ την κραιπαλη στριμωχτηκα και αναλωθηκα
στο αξιον εστι του ερωτα
της καθε υπερποντιας επιθυμιας και ονειρωξης
Αναρωτηθηκα ποιο μιγμα αρωματων
βαφει στιλπνα τις ατελειωτες νυχτες των αγοραιων ονειρων μας
στους δισεκτους χρονους
Αργησα να μαθω να ερμηνευω τον ηχο των βηματων μου
οταν σερνομουν ως θεομορφος και τρανος ρηγας
μεσα στα απονερα αφιλοξενων γειτονιων
Κερδισα αψεγως την νυχτα με το σπαθι μου
μεσα απο τις αντιδονησεις των αγρυπνιων μου
και αυτοανακυρηχθηκα αντροκαρδος
Τι αραγε προηγειται
Τι επεται
Τι οριζεται ως αξιοπρεπης παραδοση και παραδεισος
Και ποτε εγειρομαστε
απο τα στασιδια μας,
σακατεμενοι απ τις προσευχες μας
και γονηπετεις πια,
να αφουγκραστουμε των Αγιων τους ψιθυρους
και τις αμφισημες προφητειες τους,
οτι ολα τελειωσαν
Οταν θα εχω ολοκληρωσει την απαγγελια της μυσταγωγου Οδυσσειας
του εξαναγκασμου της ολης μου υπαρξης
Κι οταν συναισθανθω τι εχει χαθει
Μια ασεληνο νυχτα
μ ολα τα τερατωδη μυστικα και τις ατερμονες μνημες μου
η θαλασσα,
η θαλασσα
θα με ρουφηξει και θα με καταπιει αυτανδρο
Η εσχατη γαληνη και το μεγαθυμο μηδεν
Εν γη αβάτω
ΠΟΙΟΣ
Ποιος οριζει την ντροπη
Ποιος την δειλια.
Τα τρανους θυμους, ποιος.
Ποιος λυτρα αριφνητα με βαζει να προσφερω
να μη μου τρωει τα σωθικα η πικρα
Ποιος στον ουρανο τον μεγα
με σερνει απο το αρμα του
Ποιος αδακρυτος μ΄ αναγκαζει
καθε βραδυ σπονδες να κανω σε αθεατους θεους
Ποιος με ξεχωριζει απο τις παλιες γενιες
που θρεψαν την γη μου, ως εταιριαζε στη μοιρα
Ποιος πρωτοστατορας παιανιζει
χτυπωντας με λυσσα τα κυμβαλα μες το μυαλο μου
Μηπως εγω ο λιγοψυχος με τα περισσια παθη;
Κυριακή 6 Ιουνίου 2010
τοσο απλα
Το χαροπαλετο του πανω στο κρεβατι
Μετα γυρισε τα ματια στο κιτρινο ταβανι
Δεν παρακαλεσε, δεν σκεφτηκε, δεν εκλαψε
Απλα ειδε
Τον εαυτο του παιδι
Την μανα του, του φιλους του, το γρατζουνισμενο του γονατο, τα παγωτα, το κυριακατικο μεσημεριανο τους φαγητο, τον πελωριο και περιεργο κοσμο.
Ενιωσε την ιδια αγωνια που ειχε παιδι μπροστα στο αγνωστο
Μετα αφησε την τελευταια του ανασα
Ακουστηκε σαν μια πνοη απο ανοιξιατικο αερακι
Εξω στο παρκο τα παιδια χαλουσαν τον κοσμο με τις φωνες τους
Σάββατο 3 Απριλίου 2010
τοτε μονο
Φυσάει απ το παράθυρο μας εκείνο το ανοιξιάτικο αεράκι.
Όταν με κοιτάς στα μάτια
Σαλπάρει αθόρυβα το πλοίο της γραμμής
Όταν παραδίνεσαι στα χέρια μου
Αρχίζει η ψαλμωδία των χαιρετισμών
Όταν περιμένεις ένα νεύμα μου
Αρχίζω και μιλώ
φαντασματα
Φαντάσματα.
Απ’ άλλους κόσμους έρχονται.
Μας πλησιάζουν.
Μας κοιτούν περίεργα και μας αφουγκράζονται.
Μας τυραννάνε με την παρουσία τους και δεν λένε να μας αφήσουν.
Μέχρι να εκλιπαρήσουμε για την κατανόησή και τη συγχώρεση τους.
δεν με νοιαζει
Εκεινο ομως που ξερω, ειναι οτι αφου με παρεις μεσα σου
και πριν φυγω
Θα σε βαλω στην μασχαλη μου να σε κοιμησω
να σε ποτιζω με την μυρωδια μου
Θα σου χαιδευω τα μαλλια
να μην ανεμιζουν πια απ τον αερα
Θα σου χτυπαω την πλατη σαν μωρο
οταν ταραζεσαι και θα σε χωνω πιο βαθια μεσ το λαιμο μου
Θα σου χαρτογραφω τις πατουσες σου
με τα ποδια μου
Θα σε αφησω να με χουφτωνεις τρυφερα
εκει
Θα μεινω αγρυπνος ολο το βραδυ οσο κοιμασαι
να σε προστατευω απ ολα τα κακα σου ονειρα
Οσο δεν σε προστατευσε ποτέ κανείς
Δεν με νοιαζει που δεν σε ξερω
Θα με κουβαλας μαζι σου
προαγγελια
ισως εμαι εσειςι
σως να ξεφυγα
ισως να μην μπορω πια να το μαζεψω
ισως να ταυτιστηκα με κολασμενους μυθιστορηματικους ηρωες
ισως να ειναι μια πεταμενη κραυγη στο πουθενα
ισως ναναι λιποψυχια
ισως και σιχαμαρα
ισως και ναναι φλογισμενη η ψυχη μου
ισως και ναναι οτι δεν μπορω να αναπνευσω
ισως και ναναι οτι δεν εχω αλλες αντοχες
ξερω οτι δεν ειναι παλλικαριά αλλα αρνουμαι να καταντησω κυνικος
οταν θα αυτοκτονησω θα το μαθετε απο τις εφημεριδες
δεν κανω πλακα
αυτο δεν ειναι "ισως"
ηδη το προανηγγειλα
το βαρος σε καμμια περιπτωση πανω σας
νομοτελεια
Μέσα στην αγκαλιά μου.
Αυτό που φοβάσαι, θα γίνει.
Μέσα στην αγκαλιά σου.
αναζητησεις
Χωρίς ένα χαμόγελο.
Κι εδώ που ήλθες, πάλι θες να φύγεις
Από φόβο μη σε διώξω
ατιτλο
Κάτι που έρχεται.
Κάτι που φοβάσαι, χωρίς ακριβώς να ξέρεις.
Κάτι από μέσα, που δεν βγαίνει.
Αλλά που κάθεται στο λαρύγγι κόμπος.
Και που νομίζεις ότι με ένα μου φιλί θα το ξεράσεις
η μανα μου
Κάθεται αμίλητη και σκεφτική η μάνα μου
Υπονοώντας όσα εκείνη ξέρει ότι θα πρέπει να καταλάβω
Για τα νιάτα της, για τους κόπους της, για το φόβο της
Για τις συμβουλές της, που πια δεν πιάνουν τόπο
μονογραμμα
Θαρθω να στησω γιορτες
Θαρθω γυμνος να κατοικησω την συγκαταβαση σου
Κι εσυ θασαι διπλα μου μ’ ενα καταρτι στα μαλλια
Και μ’ ενα γαλαζιο τοπιο αναμεσα στα ματια σου.
Εισαι το θεωρημα μεσα σ’ ευθειες φωτος.
Εισαι το γεγονος μου.
Σε χανω στην αντιληψη της μερας.
Σε ξαναβρισκω εκει που μοναζει η ανοιξη.
Ο χρονος περνα με αμηχανια απο μπρος σου.
Κι εσυ του γνεφεις βαστωντας το μονογραμμα των εποχων μου.
λευκες επιφανειες
Οταν συνηθισεις να ερμηνευεις το θροισμα των φυλλων
Οταν μπορεσεις εστω να εικασεις την τρομοκρατια της Ανοιξης
και παραδοθεις ανευ ορων στην επικρατηση του Θερους.
Θα μαρτυρησεις
Αλλα θα τα καταφερεις.
Γιατι σε λευκες επιφανειες κατοικεις.
Γιατι σε λευκες επιφανειες αναπνεεις.
Και σου υποσχομαι δυο μεγαλα οστρακα επανω στους γλουτους σου
Κι εννια φιλια απο μενα.
παιδικα ονειρα
Οχι εκεινου.
Εκεινου εκει πιο δεξια.
Εκει.
Αγαπημενο απ’ το ξανθο χνουδι
στα μαγουλα των μικρων παιδιων.
Μικρο ξεφτιλισμενο ονειρο.
Χρεοπιστωσεις
Και καθησαμε αντικρυ στο παλιο τραπεζι της κουζινας
Αναψαμε και το φως απο πανω
Και καναμε πραξεις, λογαριασμους, προσθαφαιρεσεις
Βρηκαμε χιλιαδες χρεωσεις και πιστωσεις
Και το υπολοιπο το γαμημενο παντα « μειον»
Κουραστηκαμε και ξαπλωσαμε μακρια ο ενας απ τον αλλον
Και δεν κοιμηθηκαμε ολο το βραδυ
Και το πρωι και οι δυο ειχαμε την ιδια πικρη απορια
Υπερ ποίου πηγε τελικα η διαφορά ;
νεα τυχη
Πετρινη μορφη σκαλισμενη με την σεμνοτητα της αθορυβης λυπης
Σαν και πρωτα
Με μια σταθερα καθοδικη πορεια θα ζησεις την εναλλαγη των ξεχασμενων ειδωλων σου πανω στο μετωπο μου
Και μεσα στο κρυο ενος μουσκεμενου μονολογου
Περισσευουμενη η αληθεια θα μας βαραει
Θα κατεβασουμε το κεφαλι
Και θα ξεκινησουμε να κανουμε την τυχη μας
Με γεματο το στομα απο γευσεις σημαδεμενων εποχων
τα παιδικα μας παιχνιδια
Ολο και πιο ανησυχα γινονται
Καθε μερα που περναει
Ολο και μεγαλωνει η ελπιδα
Των παιδικων σου παιχνιδιων
Να βγουν απο την μουχλιασμενη αποθηκη
Και να κυλιστουν μαζι σου στους δρομους
Μεσα σ’ ενα στροβιλο απωλειας ελεγχου
ταξιδιωτες
Ρωτησε καποιον αν βγει σημερα το φεγγαρι
Πες του οτι ειμαστε ταξιδιωτες
Χωρις ουτε μια πυξιδα
Μη φοβασαι
Δεν θα του πεις ψεμματα
Αλλωστε ειναι νωρις για μενεξεδες και ασπρα γιασεμια, πες του
Τωρα που πεισματικα κραταμε τα χερια μας στο στηθος
στην θεα νεων ελπιδων
Ας μην φοβαται , πες του, οσο φοβομαστε εμεις
πλατεια Αριστοτελους
δεν περνουν πια σε κανονικα δρομολογια τα καραβακια
Ειναι οι μνημες μας κουλουριασμενες
πανω στις στεγες σπιτιων και αποθηκων
ν’ αγναντευουν κατα θαλασσα μερια
Σε καθε σταυροδρομι κολλημενοι στους τοιχους παραφιλουν οι φοβοι μας
και μετρουν τις βολτες μας
Εμεις συνωμοτουμε ολο και πιο συχνα
στις κερκιδες των γηπεδων πώς να αποφυγουμε την κατασχεση των διαβατηριων μας
και να ξεχωριζουμε τις φωνες μας απ τις σειρηνες των ασθενοφορων
Και πώς μου φαινεταιπως εχοντας χασει ζυγαριες και σταθμα
μεσ’ σ’ αστρονομικα μεγεθη αορατων συμβασεων
μια λυπημενη πνοη αερα
μας χαλαει την ισορροπια ;
Μια πνοη κρυου αερα μας ερημωνει
Κι ενα λευκο πουπουλο αρχιζει να στροβιλιζεται μακρυα μας
Αγαπημενη,και κατι παραπανω απο ζωντανη, νεκρη μου πολη
κατι, χρονια τωρα, δεν ξεσπαει
Γιατι το ξερουμε και σιωπουμε
Η αποτομη εμφανιση της ομορφιας θα φερει και παλι τη βια
Ποτέ δεν θα ησυχασουμε.
Παρασκευή 2 Απριλίου 2010
Τ παιδια στα παρκα
και ευχεσαι γρηγορη επανοδο στα σχολικα μας θρανια
Την συνεχη εγρηγορση
μου ζητας να διακοψω
Το αλλαφιασμενο σου παραπονο θεριευει
καθε που σου τονιζω την επιτακτικοτητα των στιγμων
Αρχιζουν και με ζαλιζουν τα παιδια στα παρκα
εγκαταλειψη
Καθε τοσο
που τα μυστικα μου βαραινουν
Σε σκεφτομαι
μορφη πολυπλευρη.
Την εγκαταλειψη ενος φιλιου σου στα χειλια μου.
Αυτη η αγωνια της παραδοσης μου σε σενα
ευρισκεται
στο τελευταιο σταδιο της μεταμορφωσης σου.
Αυριο θα μου αφιερωσεις αποκλειστικα μια βροχη
Θα διαλεξεις ενα τοπιο σιωπηλο στη καρδια μου
για να μιλησεις
Οπως δε μιλησες ποτε.
Αυτη η αγαπη μ’ αδειαζει.
Εμεινα πετσι και κοκκαλο.
κενο
Κατι που θυμιζει εκπροθεσμη προσπαθεια επικρατησης μυθων
Κατι που μοιαζει ερειπια αρχαιων κολονων
πεσμενων μεσα σε συγχρονο τοπιο, ασυνδετων αλλα συμπασχουσων
Κατι που μυριζει ανοιξιατικο αερακι κοντα σε θαλασσες γκαστρωμενες
απο βυθισμενους κοσμους που περιμενουν
και αλλοιωνουν τον τροπο που μιλαμε, που χαιρετιομαστε, που αγαπαμε
Κατι που εχει γευση δροσερου σταφυλιου
πανω σε τραπεζακι προσφυγικου καφενειου την ωρα καλοκαιρινου απογεματος
Κατι που θυμιζει απαντηση και αμυνα
σε ηρωες και ριψασπιδες, πλανες,εκτιμησεις,σκοτοδινες, δικαιωσεις και απολογιες
Κατι που τυλιγει σαν γλυκεια ζεστασια υγρης ομιχλης
τις θολες υποσχεσεις των φιλων μου στα κοριτσια
Κατι μου διαφευγει
Σαν ενα κενο μεσ' την πληροτητα
Η ανακριση
Τα βλεμματα μας , πενθιμο εμβατηριο
Αυτο το αγκαλιασμα δεν φερνει πια ριγος
Βλεποντας σε μεσ' την πλατεια μονη σου, σ’ αναγνωριζω μετα απο καιρο
Οι γιατροι σε κοροιδευουν για τον πονο στο στηθος σου
Κι εγω θα σ εχανα απο λεωφορειο στην διασταυρωση της γειτονιας σου
Σ εχασα μεσ’ την αμηχανια του αγκαλιασματος
Το κεφαλι σου γυριζει
Σου διαφευγουν εννοιες, κλεινεις τα ματια
Τι αλλο να ομολογησω εγω μπροστα στον ανακριτη ;
Μονο τον θανατο σου εκρυψα.
Τα σωματα ξερουν καλυτερα απο εμας.
Απο μια μαυρισμενη καντυλα ανεβαινει δεξιοστροφα το φως
στα κιτρινα προσωπα μας κι ειμαστε πια μονοι μας στο ελεος του
στιγμες
Στιγμες που το μυαλο αρνειται να ξαναχτισει
Στιγμες που ζησαμε και αρνηθηκαμε
Στιγμες που ριζωσανε μεσα μας βαθια
Στιγμες που παντα επιδιωκαμε
Στιγμες που δεν θαρθουνε ποτε ξανα
‘Η που θαρθουν
Οχι ομως οπως πρεπει μεγαλοπρεπα
η παλια σου φωτογραφια
Τα φρυδια μειναν ακινητα
Το χαμογελο μισοτελειωμενο
Και μονο τα μαλλια σου ανεμιζουν απ το ανοιξιατικο αερακι των αρχαιων πασχαλιων
Ειμαστε μακρυα
Πώς γινεται και τα μαλλια σου κουνιουνται σ’ αυτη την φωτογραφια σου ;
εβαλα θυρωρο
Ή και παρεκτροπη της σκεψης
για ποιητικες εκφρασεις
που διαθλουν ενθυμησεις φωτος σε ημιφωτες σρατες
Φοραω καθε βραδυ τις πιτζαμες μου
Οταν τα σκυλια
αρχιζουν να γαβγιζουν
Βαζω τον θυρωρο να ζηταει επισκεπτηριο
για να βαλω σε ταξη αφιξεις και αναχωρησεις εικονων και μυρωδιων
Και το πρωι στελνω επειγοντα γραμματα
σε αγνωστους παραληπτες
Εκει κατεληξα
μονογραμμα
Θαρθω να στησω γιορτες
Θαρθω γυμνος να κατοικησω την συγκαταβαση σου
Κι εσυ θασαι διπλα μου μ’ ενα καταρτι στα μαλλια
Και μ’ ενα γαλαζιο τοπιο αναμεσα στα ματια σου.
Εισαι το θεωρημα μεσα σ’ ευθειες φωτος.
Εισαι το γεγονος μου.
Σε χανω στην αντιληψη της μερας.
Σε ξαναβρισκω εκει που μοναζει η ανοιξη.
Ο χρονος περνα με αμηχανια απο μπρος σου.
Κι εσυ του γνεφεις βαστωντας το μονογραμμα των εποχων μου.
τα αμοιρα της γης
Η αγαπη που δεν ενιωσες
Τ’ αγκαλιασμα που παραμενει μουδιασμενο
Το φτερουγισμα στη καρδια οταν χαθηκαμε
Κι ολα τ’ αλλα τα αμοιρα της γης.
Γινονται αυτονομα τερατα
Μενουνε παραξενες σκιες στους τοιχους κολλημενες.
Με καρτερουν να γυρισω απ’ τη δουλεια
Και δε μ’ αφηνουν να κοιμηθω ολο το βραδυ
Με τις φωνες τους.
αργησα
μετα από τοσο καιρο.
Χτυπησα την πορτα σου
και μου ειπαν οτι ειχες μετακομισει
σε αγνωστο διευθυνση.
Πώς μου φανηκε πως η γηραια κυρια που μ’απαντησε
σου εμοιαζε ;
Τα γενεθλια μου
Ολες αυτες οι συμφωνιες που υπεγραψα και οι κωδικες που αποδεχτηκα τοσα χρονια
ειναι δεμενες αναμεταξυ τους με αρρηκτους κομπους.
Που καμμια φορα, οπως σημερα, κανενας φευγει απ την θεση του
και καθεται στον λαιμο μου
Πώς να βηξω μπροστα σε τοσο, και πανω απ' ολα, σε τετοιο κοσμo ;
Ασε που σημερα που ειναι τα γενεθλια μου
Πρεπει να κρατηθω μακρυα απο σφραγιδες γνησιοτητας
Με κανουν να αισθανομαι διπλά μπασταρδος
Η προβα
χρονια και χρονια που περασαν
αδιαφορα από διπλα σου
χωρις να σ’ακουμπησουν.
Και πιο πολυ σε πειραζει
που δεν καταλαβες
πού τρεχουν
πώς αλλαζουν
τι θελουν
Πώς κανεις επεμβαινει μεσα σ’αυτα,μ’αλλα λογια.
Με μια μεγαλη απειρια κι ατολμια κι αμηχανια
χειρισθηκες ολη αυτη τη ζωη.
Παρ’ ολο που επαθες κι εμαθες πολλα.
Η προβα ακομη συνεχιζεται
Ιστημι
Τιποτε περισσοτερο, τιποτε λιγωτερο
Μονο μια σταλια κιτρινη γυρη
Κι η ιστορια μου σε μια γωνια
ερημια
Τα χερια σου, πεισματικα κλειστα σε γροθιες, το βραδυ ανοιγαν νυχτολουλουδα
Τα υγρα σου, γαργαρα ποταμια που μοιριζαν ανοιξη
Οι ποροι του σωματος σου, ρουφουσαν αλμύρα απ τα δακρυα μου
Τα ποδια σου, σηκωναν περηφανα και αγερωχα ολη μας την υπαρξη
Τα λογια σου, κρεμονταν ορφανα παιδια στο λαιμο μου
Οι αξημερωτες νυχτες μας, γεματες σκιες και υφαιστεια ανενεργα
Η ατελειωτη ερημια μου, που δεν παλευεται πια
Οταν δεν ξερεις
Μετα
Δεν ηξερα πώς ν αγαπησω
Κι αγαπησα τον εαυτο μου
Με τοσο παθος που κατεληξε σε μισος
τρενα
Που παρακαλαω να πεθανει πρωτα η λαμψη των ματιων σου
Για να μη μεινω ορφανος
Μεσ’ ενα κοσμο παρακλησεων.
Κι ειναι η πρωτη φορα
Που πρεπει να σαλταρω πανω στα τρενα
Οταν αυτα φευγοντας
Μου φερνουν λυπη.
να αρχισει το πανηγυρι
Οι ψυχες μας
Παραπονα
Το ενα πανω στο αλλο
Πικρες
Θελω
Να τα αλλαξω ολα
Με σενα μαζι μου
Αλλιως
Να γινω ενας απλος παρατηρητης
Αχ ας κλεισει αυτος ο κυκλος των ποιηματων
Και ν αρχισει το πανηγυρι
Γυρος θανατου
Μα εμεις ακομα καθηλωμενοι στο γυρο του Θανατου
Σωμα
Που ολα εχουν πεσει σε υπνο βαθυ
Αναβαλοντας το ξεκλειδωμα των κωδικών για αυριο
Πως να μη σε θελω διπλα μου ;
Μ΄ενα νευμα σου να κολλησουμε στο τοπιο
Σωμα αγαπημενο, σωμα ολου του κοσμου
Σωμα αυτης της ωρας
Μεσανυχτα
Με το πιστολι στον κροταφο
Με δυο τρεις σφαιρες στο κομοδινο για εφεδρεια
Διπλα στην φωτογραφια που κιτρινησε
Η παλαμη στο στομα να μην ακουστεις
Ολα παραξενα σχηματα
Να ερχονται, να σ ακουμπουν και να φευγουν παλι
Αφηνοντας σταγονες αγωνιας στο μετωπο
Μονο το ταβανι παραμενει ασπρο
Κι αυτα τα τραγουδια με στιχους που ακομα δεν εγραψες
γιατι δεν ξερεις για ποιον να τα γραψεις.
Το κρεβατι απλωνεται, μεγαλωνει, πνιγει το δωματιο
Και σε πεταει απ΄ το παραθυρο γυμνο στον δρομο
Ο δικος μας ιδρωτας
Μετα
Εγκαταληψεις
Απορριψεις
Πικρες, μωρε
Οσο ο ιδρωτας μας που αχνιζε και τον γλυφαμε λυσασμενα
Οταν αγακαλιαστηκαμε και κρεμαστηκαμε ο ενας στον λαιμο του αλλου
σε καθε διαδρομο
Ειπα
Το ξερει
και γι αυτο μενει μαζι μου
Να καρφωνει πινακιδες κατευθυνσης
Σε καθε διαδρομο
μιση εξομολογηση
Κραταω απο σενα εναν εσπερο.
Κραταω ενα μισχο απ’ τις παραισθησεις
της αμετακινητης εικονας σου.
Σε τουτο
το μισχο ακροβατωντας
τραγουδαω
την αγαπη μου.
Σαν μια εξομολογηση που δε τελείωσε ποτε.
Μοναξια
Ειναι απ την μαυρη μοναξια, που πνεει αναμεσο τους
εντροπια
Ενα βιβλιαριο υγειας πεταμενο
Ελεγχει τον καιρο του
Με τα κιτρινισμενα φυλλα του
Περηφανο γαι τον προορισμο του
Αγνο στην ιστορια
Μια πολεμα για ανιχνευση μνημων
Μια σκυβει το κεφαλι
Στο ακουσμα περαστικων κορακιων που καποτε θα ερθουνγια μονιμη εγκατασταση
στα δυσκολα
που δεν σου εμαθα να αντεχεις στα δυσκολα
Εγω θα πληρωσω
Και το μαγιατικο στεφανι σου
Και τα λογια σου
Και την απαξιωση σου
Και την ερμηνεια σου
Α, και το δακρυ σου
Ακομη και το ακορντεον στο δρομο που χανεται μακρια μας
Ειμαι ο μονος
Βλέπω το άδειασμα σου
Βλέπω τη συνομωσία σου
Βλέπω την ελπίδα σου
Βλέπω το παράπονο σου
Βλέπω την παράδοση των πάντων.
Κι είμαι ο μόνος που μπορώ και βλέπω τα καραβια που αρμενιζουν αναμεσα στα φρυδια σου.
Κι είμαι ο μόνος που το ήξερα από καιρό.
Μη σμιγεις τα φρυδια σου
φοβος
Φυσάει απ το παράθυρο μας εκείνο το μυρωδατο ανοιξιάτικο αεράκι.
Όταν με κοιτάς στα μάτια
Σαλπάρει αθόρυβα το πλοίο της γραμμής
Όταν παραδίνεσαι στα χέρια μου
Αρχίζει η ψαλμωδία των Πασχαλιατικων Χαιρετισμών
Όταν περιμένεις ένα νεύμα μου
Αρχίζω και μιλώ
Σάββατο 27 Μαρτίου 2010
αλλου εσυ αλλου αυτος
Την ειδε να καθεται πανω στην αμμο
Πλησιασε και ακουσε να τραγουδαει ενα τραγουδι για καποιον που εχασε για παντα
Καθησε διπλα της και αρχισε να της μιλαει, να της λεει ,να της λεει
Εκεινη τον ακουγε
Αλλα μετα συνεχισε να τραγουδαει τι ιδιο λυπημενο τραγουδι
Κι ουτε που τον ακουσε να φευγει
Τραγουδωντας ενα τραγουδι αποχωρισμου
υπερποντια ταξιδια
που σ’ ειχα προσφερει
Καταλαβα
Γιατι καθε χρονο μπαρκαρουν τοσοι νεοι σε καραβια με ονοματα μελαγχολικα
για υπερποντια ταξιδια.
τα παλια παιχνιδια μας
Ολο και πιο ανησυχα γινονται
Καθε μερα που περναει
Ολο και μεγαλωνει η ελπιδα
Των παιδικων σου παιχνιδιων
Να βγουν απο την μουχλιασμενη αποθηκη
Και να κυλιστουν μαζι σου στους δρομους
Μεσα σ’ ενα στροβιλο απωλειας ελεγχου
δεσμιοι
Παραλογων στασεων
Ανισων καταστασεων
Παρεξηγημενων υποστασεων
Χαμενων αντιστασεων
Ζαλισμενων διαστασεων
Επιμελημενων παραστασεων
Κρυμμενων αναστασεων
Καρτερικα περιμενουμε να βρεθουμε κι εμεις μες το πληθος
Των ζαχαροπλαστειων
Καφενειων
Λεωφορειων
Γραφειων
Σχολειων
Με υποταση με ταση με αναταση
Θεε μου
Πότε θα μας αφησεις ησυχους ;
ανυποψιαστοι
Σ αυτον τον πολεμο
Για την τιμη των προγονων μας
ταγμενοι
Και ποτε υποψιασμενοι
Τωρα ειμαστε πεσμενοι κατω στο χωμα
Με χιλιαδες τραυματα και πληγες λαβωμενοι
Ελα ρε κοντα να τις γλυψουμε να γειανουν
Κρυο
μην προσπαθεις να κανεις τις γνωστες σου δηλωσεις
περι της απολυτης αληθειας
στην μεση του δρομου ή του δωματιου σου
οταν τα φωτα εχουν χαμηλωσει
Αμεσως κι αυτοματως εχεις καβαλικεψει ενα ασπρο συννεφο και εισαι μονος
Επιπροσθετως, εκει πανω τετοια ωρα
Κανει πολυ κρυο
χαμενα χρονια
Εκεινος σηκωθηκε αμιλητος
Αιωρηθηκε για λιγο
Κι αρχισε να πεταει
Να πεταει ψηλα ωσπου χαθηκε απ τα ματια τους
Οι υπολοιποι χαμηλωσαν το βλεμμα
Και συνεχισαν την κουβεντα τους
Διλημματα
Εαν δεν μπορεις να το κατανοησεις, δεν μπορεις να το ελεγξεις
Εαν δεν μπορεις να το ελεγξεις δεν μπορεις να το βελτιωσεις
Εαν δεν μπορεις να νιωσεις κατι, δεν μπορεις να το κατανοησεις και να το συγχωρεσεις
Εαν δεν μπορεις να το συγχωρεσεις, δεν μπορεις να το χαιδεψεις και να το λατρεψεις
Εαν δεν μπορεις να το λατρεψεις, δεν μπορεις να βελτιωσεις
ουτε αυτο ουτε τον εαυτο σου
Συνεχεια ακροβατω αναμεσα τους
Χωρις διχτυ απο κατω
Και με διαφορους περιεργους, που ψαχνοντας την μιζερη δικαιωση τους, να με παρατηρουν αν τελικα θα πεσω
Σας δινω το θεαμα
Μου δινετε την χαρη ;
χωρισ πυξιδα
Ρωτησε καποιον αν βγει σημερα το φεγγαρι
Πες του οτι ειμαστε ταξιδιωτες
Χωρις ουτε μια πυξιδα
Μη φοβασαι
Δεν θα του πεις ψεμματα
Αλλωστε ειναι νωρις για μενεξεδες και ασπρα γιασεμια, πες του
Τωρα που πεισματικα κραταμε τα χερια μας στο στηθος
στην θεα νεων ελπιδων
Ας μην φοβαται , πες του, οσο φοβομαστε εμεις
σαραντα ενα κυματα
μετρησα
και ουδεν οιδα
Εξον
ενα πουλι
τρεμαμενο στην παγωνια
Ολος ο κοσμος
αυτος
μια πελωρια στιγμη
που
δεν λεει να ολοκληρωθει
Με ντοκουμεντα
δεν φωναξα ;
Ορκιστηκα
Εδειξα ντοκουμεντα
Ανελυσα προθεσεις
Κατεθεσα σχεδια
Δεν με πιστεψαν
Μεχρι να δουν
Στο μετωπο μου τις βαθειες ρυτιδες
Ρυακια μνημης, βασάνων, ελπιδας και παραιτησης
Μετα, με αφησαν ελευθερο
Συνειδηση
Καταλαβαινουμε πως το ’τωρα’ μας υπηρχε
διασκορπισμενο, διαχυτο, αιωρουμενο, υποψιασμενο, αυτοφυες, αυτονομο και αναγκαιο
με μια δικη του διεργασια εξελιξης
Κι εξω απ την συνειδηση μας
Στο ΄χτες’
Μεσανυχτα
Τα σεντονια
Ιδρωμενα
Τσαλακωμενα
Με το σχημα του σωματος μου
Ο Αρχαγγελος Μιχαηλ
Απεναντι μου
Μενει ακινητος
Γινομαι λειψος
Και μεχρι το πρωι
Βρισκω χιλιαδες τροπους
Να σ αγαπησω ξανα
Να ξαναγινω αυτος που αγαπησες
Ιδρωνω και κρυωνω
Οσες προσπαθειες κι αν κανω
Μονο αυτο καταφερνω
Αρρωστημενα ονειρα
που ερχονται απαιτητικα
και ντυνονται ζωη.
Μισοτελειωμενα ποιηματα
που ερχονται και ξαναρχονται
σε διαφορες παραλλαγες.
Υποδηλωνοντας μιαν εμμονή στην αβυσσο.
Μεσα σ’ενα μυαλο
που από καιρο τωρα
κατι φαινοταν οτι παει στραβα
Θα το καταπιουν σιγα σιγα
απο την αρχη
εφερες το ριγος
μετα την ηρεμια
μετα την οδυνη
μετα την φθορα
και τελος τον θανατον
Θεε μου
αν ηταν να το παμε απο την αρχη
ποσα αλλα δεν θα εκανα
ποσα αλλα δεν θα ζουσα
ποσο αλλοιως δεν θα σε πιστευα
Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
Αυτοσχεδιασμος ΙΙ
Παμε ξανα να δουμε
Το φως απ την καντηλα που ανεβαινει διεξιοστροφα και μας τυλιγει
το δωματιο μας που οσο μεγαλωνουμε, τοσο και μικραινει
οι φιλοι μας, οι αγνωστοι και σκληροι αυτοι φιλοι μας
ο ακρατος πονος του ερωτα και η δια βιου εκμαθηση του
η αναγκη για καταταξεις, ομαδοποιησεις και γρηγορα συμπερασματα
το ρολόι που εκβιαστικα μας εντασσει στην αλληλουχια των γεγονοτων και δεν μας χαριζεται ουτε ενα λεπτο
οι μεθυσμενες φωνες στους δρομους που ξενυχτουν μαζι μας
η αβυσσος, οι κανονες του χαους κι εμεις στη μεση
η αγαπη που δεν ηταν αγαπη γιατι δεν διεκδικησε
η ντροπη για τα παρελθοντα και μελλοντικα ονειρα μας
τα στασιδια στους ναους για τις ικεσιες μας
το παλλομενο συμπαν και το πολυσυμπαν
η ζωη που μας πηρε ευλαβικα και υπουλα μεσα της και τωρα μας χωνευει
οι κλειδωμενες, σε στεγανα, μνημες μας και το κλειδι σε αλλους, που ακομα δεν γνωρισαμε
το ασαφες δικαιο και η απαξιωση των παιδικων μας αξιών
η συμφωνικη ορχηστρα πνευστων του Δημου και τα κυμβαλα
η σχετικοτητα του λευκου και η συνεχης εγρηγορση του παρατηρητη
η ακατανικητη ανασφαλεια μας για δικαιωση
η σεμνοτητα, που τελικα ηταν παραιτηση
ο φοβος του αγνωστου μυαλου μας και το ξεφρενο ανηλεες παιχνιδι του
Ο απολυτος εκφοβισμος της Ανοιξης και η ειρωνεια του φωτος
η παγκοσμια δικτυωση μιας συλλογικης συνειδησης
η ποσοτητα και η ποιοτητα
η δειλια των σχεσεων και η κρυφη γοητεια της παραδοσης
η κρυμμενη ντροπη για την παρεκκλιση της ζωης μας και το βλεμμα μας χαμηλωμενο στο πατωμα
το γονατισμα του πολεμιστη και η στιγμη της αποφασης του να ξανασηκωθει, που δεν λεει να ολοκληρωθει
η αναγκαια πολιτικη ξεπερασμενων και ανισων θεσμων
η συγνωμη που δεν ειπωθηκε ποτε, οσο μεγαλοπρεπα επρεπε
οι καταρακτες που συνεχιζουν να πεφτουν, αγνοωντας την ερημια της νυχτας
η ιδιατεροτητα της πολυσυνθεσης και το μεγαλειο της μοναδικοτητας
τα καραβια με εξωτικα ονοματα σε υπερατλαντικα ταξιδια
οι κριτες μας και τα κριτηρια τους
ο παλμος του θανατου και η κυοφορια της συνειδησης μας
οι ποροι μας που δεν ξερουν πια πώς να ρουφουν και μονο ιδρωνουν
οι πίκρες που μας εξουθενωσαν και μας αδειασαν
τα κυταρα μας, αναξιοι απογονοι νεκρων αστερων
τα υγρα του σωματος σου στο στομα μου, να σε κουβαλαω μεσα μου
η συντροφικοτητα και το μοιρασμα αλλα οχι η μοιρασια
το νεο επιπεδο που αναφυεται απο καθε συστημα, απροσμενα και ερημην μας
τα εκτυφλωτικα εδρανα που πανω τους γεννιεσαι , κατοικεις και πεθαινεις
το νοημα και το μη νοημα της υπαρξης
το γατζωμα μου στο λαιμο σου, σαν ορφανο παιδι
οι οριστικα και αεναως επανερχομενοι νεκροι μας
η αβασταχτη και απολυτη μοναξια και αμηχανία μας μεσα σε τοσα και τοσους
Ενα πελωριο καιι αχρονο δακρυ, τα υγρα του σωματος μου
Ετοιμο απο καιρο να ξεχυθει ποταμι και να μοσχοβολισει το τοπίο, γιασεμι
Το γιασεμι
Το κατασπρο γιασεμι
(το σαξοφωνο σταματα αποτομα και μας αφηνει μετεωρους)
Ολα ιδια
Που δεν λεει να ξεκολησει απο πανω μας
Ειναι ο στενος δρομος που ολοενα μας οδηγει
Σε καινουργιους κοσμους
Που ολοι φαινονται ναναι ιδιoι
Η μυρωδια σου
Αναμεσα στα δοντια σου
Αυτο ρε γαμωτο μονο αυτο θυμαμαι απο σενα
Α και την μυρωδια σου
Σαν θαλασσα τρικυμισμενη αλμυρη καθαρη και πλατεια
Φτηνο ξενοδοχειο
Βρεθηκαμε
Πεσαμε με λυσσα ο ενας στην αγκαλια του αλλου
Μετα
κοιμηθηκαμε αποκαμωμενοι
Και μετα
φαγαμε το καλυτερο και πιο πλουσιο φαγητο της ζωης μας
Σ αυτο το φτηνο ξενοδοχειο
τηλεγραφημα
Το τηλεγραφημα επειγουσας αναγκης που στειλαμε
Θα φυγει απο αυριο
Νεα τυχη
Πετρινη μορφη σκαλισμενη με την σεμνοτητα της αθορυβης λυπης
Σαν και πρωτα
Με μια σταθερα καθοδικη πορεια θα ζησεις
την εναλλαγη των ξεχασμενων ειδωλων σου πανω στο μετωπο μου
Και μεσα στο κρυο ενος μουσκεμενου μονολογου
Περισσευουμενη η αληθεια θα μας βαραει
Θα κατεβασουμε το κεφαλι
Και θα ξεκινησουμε να κανουμε την τυχη μας χώρια
Με γεματο το στομα απο γευσεις σημαδεμενων εποχων
αδυνατουμε
τα μεγεθη και το σφριγος του παθιασμενου ερωτα μου
και γινεσαι αβουλο μερος μιας συμβατικης λογικης ,
αφηνοντας το τυχαιο στην τυχη του
Με τα λυπημενα ματια σου
ζητας από μενα
μια μονη
κατανοηση και συγχωρεση
Αλλά, χρονια τωρα αυτο το παραπονο μου
καθησε λυγμος
στο λαιμο
Και αδυνατω να φανταστω
το μεγεθος και το σφριγος του συμπαντος κοσμου
μ εμας μεσα του
Θα μας κατασπαραξει
τα λευκα σου χναρια
Οταν συνηθισεις να ερμηνευεις το θροισμα των φυλλων
Οταν μπορεσεις εστω να εικασεις την τρομοκρατια της Ανοιξης
Και παραδοθεις ανευ ορων στην επικρατηση του Θερους.
Θα μαρτυρησεις
Αλλα θα τα καταφερεις.
Γιατι σε λευκες επιφανειες κατοικεις.
Γιατι σε λευκες επιφανειες αναπνεεις.
Και σου υποσχομαι δυο μεγαλα οστρακα επανω στους γλουτους σου
Κι εννια φιλια απο μενα.
ο ηχος του σφυριγματος μου
Περιμενοντας την επαφη σε ατραπους ενθυμησεων
Παραμενει με την φρουδα ελπιδα αλλων παρελθοντων καταστασεων
αλλων παρελθοντων προσωπων
αλλων παρελθοντων καιρων
Μιας μονης ροπης το αγκαλιασμα
Ενος μονου ασθενους το ριγος
Ενος μονου κροταλλισματος την αρχη
Μεσα εδω στροβιλιζομενο το αγγιγμα διαφαινεται για πρωτη φορα
Μεσα εδω και πουθενα αλλου
Θα αρχισει το παραλληλο των επιπεδων να μας πνιγει
Μας αλλοιωνει
Και του γνωριμου σφυριγματος μου τον ηχο θα ξεχασεις.
Πριν παρουμε την επισημη θεση μας
πανω στον παλιο μπουφε με την αμετακινητη συμπραξη των διακοσμητικων
Χρονια που περασαν χωρις ντροπη, χωρις συνεπεια
Μεταλλαγες ιδεων, βουλησεων και πραξεων
μ αποτυπωματα που αφησε πανω τους ο χρονος και το πληθος
Σφαλματα, μεταμελεια, γνωση και δυναμη ξανα
Μεσα, εξω και γυρω απο λιμανια και σιδηροδρομικους σταθμους
με μεταναστες στην ιδια τους την χωρα
Ομιχλη διασκορπισμενη απο εναλασσομενα πολυχρωμα φωτα
και μουσικες δυνατες και λαοπλανες
Πονοι στο σκοταδι απ την μελανια στο χερι που μ αφησε το απελπισμενο δαγκωμα σου στην πλατεία προχτες
Ταραχη και ανισορροπιες σε τεντωμενες νευρικες διακλαδωσεις του μυαλου
και ασπρα σπορια στην παραλια
να λεμε, να λεμε
και μετα να σωπαινουμε αναιρωντας
Αγίασμα και παρακαλια μεσα σε μικρα μπουκαλια
που τα κουβαλαμε μαζι μας και τα προσφερουμε δωρεαν
σ ανταλλαγμα απαλλαγων, συγχωρησεων και υποσχεσεων
Βροχες που αιωρουνται
πανω απο ολονυχτίες μεσα σε στενα σοκακια με ετοιμοροπα σπιτια
Ξεφτια ποιηματων, συμβολα ξεχασμενα, απατημενα, ολεθρια
που προστατευουν μητρικα την ορμη μας
Πελαγοδρομιες σ ‘ ανακατα σχεδια πολυσυνθετων μετασχηματισμων
κι αντανακλασεις παραδοσης πανω στο χνουδι της κοιλιας σου
Με το να αφηνομαστε μεσα σ αυτο το στροβιλο
χανουμε κατι που ακομα το μεγεθος του δεν ξερω
Εκεινο που ξερω ειναι οτι πριν παρω την θεση μου σεμνα πανω στον μπουφε
αναμεσα στα επαργυρα
Θαταν λυτρωτικο
επτά σταγονες ανοιξης με αναμονη καλοκαιριου σ’ ενα ασπρο φλυτζανακι
Στο ξαναλεω μ αλλα λογια
Εδω η βια, εδω κι ο καταποντισμος
Αυτοσχεδιασμος Ι
Αυτοσχεδιασμος
Ο παρθενος πολυμηχανος μεγαλος κοσμος
Η σιγη του ενος λεπτου για τους εφιαλτες μας
Τα νυχτερινα αγαλματα και τα φωτισμενα παρκα
Οι υγρες νυχτες του Αυγουστου και τα μουσκεμενα ονειρα
Ο χορος των ερημων σοκακιων μαζι με τα αδεσποτα σκυλια
Η αρμυρα της θαλασσας που δεν μας χορταινει πλεον
Τα ονειρα μας, τα ξεφτιλισμενα πια ονειρα μας
Το καμαρι ολου του κοσμου
Το καμαρι μου, εσυ