Σάββατο 3 Απριλίου 2010

τοτε μονο

Όταν γαντζώνεσαι επάνω μου
Φυσάει απ το παράθυρο μας εκείνο το ανοιξιάτικο αεράκι.
Όταν με κοιτάς στα μάτια
Σαλπάρει αθόρυβα το πλοίο της γραμμής
Όταν παραδίνεσαι στα χέρια μου
Αρχίζει η ψαλμωδία των χαιρετισμών
Όταν περιμένεις ένα νεύμα μου
Αρχίζω και μιλώ

φαντασματα

Αερικά.
Φαντάσματα.
Απ’ άλλους κόσμους έρχονται.

Μας πλησιάζουν.
Μας κοιτούν περίεργα και μας αφουγκράζονται.
Μας τυραννάνε με την παρουσία τους και δεν λένε να μας αφήσουν.

Μέχρι να εκλιπαρήσουμε για την κατανόησή και τη συγχώρεση τους.

δεν με νοιαζει

Δεν σε ξερω καν

Εκεινο ομως που ξερω, ειναι οτι αφου με παρεις μεσα σου
και πριν φυγω

Θα σε βαλω στην μασχαλη μου να σε κοιμησω
να σε ποτιζω με την μυρωδια μου

Θα σου χαιδευω τα μαλλια
να μην ανεμιζουν πια απ τον αερα

Θα σου χτυπαω την πλατη σαν μωρο
οταν ταραζεσαι και θα σε χωνω πιο βαθια μεσ το λαιμο μου

Θα σου χαρτογραφω τις πατουσες σου
με τα ποδια μου

Θα σε αφησω να με χουφτωνεις τρυφερα
εκει

Θα μεινω αγρυπνος ολο το βραδυ οσο κοιμασαι
να σε προστατευω απ ολα τα κακα σου ονειρα

Οσο δεν σε προστατευσε ποτέ κανείς

Δεν με νοιαζει που δεν σε ξερω

Θα με κουβαλας μαζι σου

προαγγελια

ισως ειναι ποιημα
ισως εμαι εσειςι
σως να ξεφυγα
ισως να μην μπορω πια να το μαζεψω
ισως να ταυτιστηκα με κολασμενους μυθιστορηματικους ηρωες
ισως να ειναι μια πεταμενη κραυγη στο πουθενα
ισως ναναι λιποψυχια
ισως και σιχαμαρα

ισως και ναναι φλογισμενη η ψυχη μου
ισως και ναναι οτι δεν μπορω να αναπνευσω
ισως και ναναι οτι δεν εχω αλλες αντοχες

ξερω οτι δεν ειναι παλλικαριά αλλα αρνουμαι να καταντησω κυνικος

οταν θα αυτοκτονησω θα το μαθετε απο τις εφημεριδες
δεν κανω πλακα
αυτο δεν ειναι "ισως"

ηδη το προανηγγειλα

το βαρος σε καμμια περιπτωση πανω σας

νομοτελεια

Αυτό που ήθελες, έγινε.
Μέσα στην αγκαλιά μου.

Αυτό που φοβάσαι, θα γίνει.
Μέσα στην αγκαλιά σου.

αναζητησεις

Πού τριγυρνούσες όλα αυτά τα χρόνια χωρίς ύπνο, χωρίς νερό, χωρίς προορισμό.
Χωρίς ένα χαμόγελο.

Κι εδώ που ήλθες, πάλι θες να φύγεις

Από φόβο μη σε διώξω

ατιτλο

Κυκλικά, αλλά σταθερά, πάντα κάτι θέλεις να μου πεις.
Κάτι που έρχεται.
Κάτι που φοβάσαι, χωρίς ακριβώς να ξέρεις.
Κάτι από μέσα, που δεν βγαίνει.
Αλλά που κάθεται στο λαρύγγι κόμπος.
Και που νομίζεις ότι με ένα μου φιλί θα το ξεράσεις

η μανα μου

Πίσω από τους καταρράκτες των ματιών σου
Κάθεται αμίλητη και σκεφτική η μάνα μου
Υπονοώντας όσα εκείνη ξέρει ότι θα πρέπει να καταλάβω
Για τα νιάτα της, για τους κόπους της, για το φόβο της
Για τις συμβουλές της, που πια δεν πιάνουν τόπο

μονογραμμα

Τωρα που η γειτονια σου εγινε στοχασμος του ηλιου
Θαρθω να στησω γιορτες
Θαρθω γυμνος να κατοικησω την συγκαταβαση σου
Κι εσυ θασαι διπλα μου μ’ ενα καταρτι στα μαλλια
Και μ’ ενα γαλαζιο τοπιο αναμεσα στα ματια σου.

Εισαι το θεωρημα μεσα σ’ ευθειες φωτος.
Εισαι το γεγονος μου.
Σε χανω στην αντιληψη της μερας.
Σε ξαναβρισκω εκει που μοναζει η ανοιξη.

Ο χρονος περνα με αμηχανια απο μπρος σου.
Κι εσυ του γνεφεις βαστωντας το μονογραμμα των εποχων μου.

λευκες επιφανειες

Καποτε θα μετρησω τα χναρια που αφησες στην αυλη μας.

Οταν συνηθισεις να ερμηνευεις το θροισμα των φυλλων
Οταν μπορεσεις εστω να εικασεις την τρομοκρατια της Ανοιξης
και παραδοθεις ανευ ορων στην επικρατηση του Θερους.

Θα μαρτυρησεις
Αλλα θα τα καταφερεις.

Γιατι σε λευκες επιφανειες κατοικεις.
Γιατι σε λευκες επιφανειες αναπνεεις.

Και σου υποσχομαι δυο μεγαλα οστρακα επανω στους γλουτους σου

Κι εννια φιλια απο μενα.

παιδικα ονειρα

Πεσμενο στους κρατηρεςτου αστρου.
Οχι εκεινου.
Εκεινου εκει πιο δεξια.
Εκει.

Αγαπημενο απ’ το ξανθο χνουδι
στα μαγουλα των μικρων παιδιων.

Μικρο ξεφτιλισμενο ονειρο.

Χρεοπιστωσεις

Και βαλαμε τα λογιστικα μας βιβλια κατω

Και καθησαμε αντικρυ στο παλιο τραπεζι της κουζινας
Αναψαμε και το φως απο πανω
Και καναμε πραξεις, λογαριασμους, προσθαφαιρεσεις
Βρηκαμε χιλιαδες χρεωσεις και πιστωσεις

Και το υπολοιπο το γαμημενο παντα « μειον»

Κουραστηκαμε και ξαπλωσαμε μακρια ο ενας απ τον αλλον

Και δεν κοιμηθηκαμε ολο το βραδυ

Και το πρωι και οι δυο ειχαμε την ιδια πικρη απορια

Υπερ ποίου πηγε τελικα η διαφορά ;

νεα τυχη

Οταν ακουσεις τα φορτηγα ναρχονται να ξεσηκωσουν το σπιτικο μας
Πετρινη μορφη σκαλισμενη με την σεμνοτητα της αθορυβης λυπης

Σαν και πρωτα
Με μια σταθερα καθοδικη πορεια θα ζησεις την εναλλαγη των ξεχασμενων ειδωλων σου πανω στο μετωπο μου

Και μεσα στο κρυο ενος μουσκεμενου μονολογου
Περισσευουμενη η αληθεια θα μας βαραει

Θα κατεβασουμε το κεφαλι

Και θα ξεκινησουμε να κανουμε την τυχη μας

Με γεματο το στομα απο γευσεις σημαδεμενων εποχων

τα παιδικα μας παιχνιδια

Καθε μερα που περναει
Ολο και πιο ανησυχα γινονται

Καθε μερα που περναει
Ολο και μεγαλωνει η ελπιδα

Των παιδικων σου παιχνιδιων
Να βγουν απο την μουχλιασμενη αποθηκη
Και να κυλιστουν μαζι σου στους δρομους

Μεσα σ’ ενα στροβιλο απωλειας ελεγχου

ταξιδιωτες

Σε παρακαλω
Ρωτησε καποιον αν βγει σημερα το φεγγαρι

Πες του οτι ειμαστε ταξιδιωτες
Χωρις ουτε μια πυξιδα

Μη φοβασαι
Δεν θα του πεις ψεμματα

Αλλωστε ειναι νωρις για μενεξεδες και ασπρα γιασεμια, πες του

Τωρα που πεισματικα κραταμε τα χερια μας στο στηθος
στην θεα νεων ελπιδων

Ας μην φοβαται , πες του, οσο φοβομαστε εμεις

πλατεια Αριστοτελους

Διπλα απ την πλατεια Αριστοτελους
δεν περνουν πια σε κανονικα δρομολογια τα καραβακια

Ειναι οι μνημες μας κουλουριασμενες
πανω στις στεγες σπιτιων και αποθηκων
ν’ αγναντευουν κατα θαλασσα μερια

Σε καθε σταυροδρομι κολλημενοι στους τοιχους παραφιλουν οι φοβοι μας
και μετρουν τις βολτες μας

Εμεις συνωμοτουμε ολο και πιο συχνα
στις κερκιδες των γηπεδων πώς να αποφυγουμε την κατασχεση των διαβατηριων μας
και να ξεχωριζουμε τις φωνες μας απ τις σειρηνες των ασθενοφορων

Και πώς μου φαινεταιπως εχοντας χασει ζυγαριες και σταθμα
μεσ’ σ’ αστρονομικα μεγεθη αορατων συμβασεων
μια λυπημενη πνοη αερα
μας χαλαει την ισορροπια ;
Μια πνοη κρυου αερα μας ερημωνει

Κι ενα λευκο πουπουλο αρχιζει να στροβιλιζεται μακρυα μας

Αγαπημενη,και κατι παραπανω απο ζωντανη, νεκρη μου πολη
κατι, χρονια τωρα, δεν ξεσπαει

Γιατι το ξερουμε και σιωπουμε

Η αποτομη εμφανιση της ομορφιας θα φερει και παλι τη βια

Ποτέ δεν θα ησυχασουμε.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Τ παιδια στα παρκα

Επι τη αναληψει των νεων μου καθηκοντων μου τηλεφωνεις
και ευχεσαι γρηγορη επανοδο στα σχολικα μας θρανια

Την συνεχη εγρηγορση
μου ζητας να διακοψω

Το αλλαφιασμενο σου παραπονο θεριευει
καθε που σου τονιζω την επιτακτικοτητα των στιγμων

Αρχιζουν και με ζαλιζουν τα παιδια στα παρκα

εγκαταλειψη

Αυτη η αγαπη μ’ αδειαζει.

Καθε τοσο
που τα μυστικα μου βαραινουν
Σε σκεφτομαι
μορφη πολυπλευρη.

Την εγκαταλειψη ενος φιλιου σου στα χειλια μου.

Αυτη η αγωνια της παραδοσης μου σε σενα
ευρισκεται
στο τελευταιο σταδιο της μεταμορφωσης σου.

Αυριο θα μου αφιερωσεις αποκλειστικα μια βροχη
Θα διαλεξεις ενα τοπιο σιωπηλο στη καρδια μου
για να μιλησεις

Οπως δε μιλησες ποτε.

Αυτη η αγαπη μ’ αδειαζει.

Εμεινα πετσι και κοκκαλο.

κενο

Κατι μου διαφευγει

Κατι που θυμιζει εκπροθεσμη προσπαθεια επικρατησης μυθων

Κατι που μοιαζει ερειπια αρχαιων κολονων
πεσμενων μεσα σε συγχρονο τοπιο, ασυνδετων αλλα συμπασχουσων

Κατι που μυριζει ανοιξιατικο αερακι κοντα σε θαλασσες γκαστρωμενες
απο βυθισμενους κοσμους που περιμενουν
και αλλοιωνουν τον τροπο που μιλαμε, που χαιρετιομαστε, που αγαπαμε

Κατι που εχει γευση δροσερου σταφυλιου
πανω σε τραπεζακι προσφυγικου καφενειου την ωρα καλοκαιρινου απογεματος

Κατι που θυμιζει απαντηση και αμυνα
σε ηρωες και ριψασπιδες, πλανες,εκτιμησεις,σκοτοδινες, δικαιωσεις και απολογιες

Κατι που τυλιγει σαν γλυκεια ζεστασια υγρης ομιχλης
τις θολες υποσχεσεις των φιλων μου στα κοριτσια

Κατι μου διαφευγει

Σαν ενα κενο μεσ' την πληροτητα

Η ανακριση

Αυτο το αγκαλιασμα αλλαζει
Τα βλεμματα μας , πενθιμο εμβατηριο

Αυτο το αγκαλιασμα δεν φερνει πια ριγος

Βλεποντας σε μεσ' την πλατεια μονη σου, σ’ αναγνωριζω μετα απο καιρο
Οι γιατροι σε κοροιδευουν για τον πονο στο στηθος σου
Κι εγω θα σ εχανα απο λεωφορειο στην διασταυρωση της γειτονιας σου

Σ εχασα μεσ’ την αμηχανια του αγκαλιασματος

Το κεφαλι σου γυριζει
Σου διαφευγουν εννοιες, κλεινεις τα ματια

Τι αλλο να ομολογησω εγω μπροστα στον ανακριτη ;
Μονο τον θανατο σου εκρυψα.

Τα σωματα ξερουν καλυτερα απο εμας.

Απο μια μαυρισμενη καντυλα ανεβαινει δεξιοστροφα το φως
στα κιτρινα προσωπα μας κι ειμαστε πια μονοι μας στο ελεος του

στιγμες

Στιγμες που δεν ερχονται ποτε
Στιγμες που το μυαλο αρνειται να ξαναχτισει
Στιγμες που ζησαμε και αρνηθηκαμε
Στιγμες που ριζωσανε μεσα μας βαθια
Στιγμες που παντα επιδιωκαμε
Στιγμες που δεν θαρθουνε ποτε ξανα

‘Η που θαρθουν

Οχι ομως οπως πρεπει μεγαλοπρεπα

η παλια σου φωτογραφια

Τωρα που τα ματια σου στερεωσαν και με κοιτουν συνεχεια σιωπηλα
Τα φρυδια μειναν ακινητα
Το χαμογελο μισοτελειωμενο

Και μονο τα μαλλια σου ανεμιζουν απ το ανοιξιατικο αερακι των αρχαιων πασχαλιων

Ειμαστε μακρυα

Πώς γινεται και τα μαλλια σου κουνιουνται σ’ αυτη την φωτογραφια σου ;

εβαλα θυρωρο

Με μια κληρονομια
Ή και παρεκτροπη της σκεψης
για ποιητικες εκφρασεις
που διαθλουν ενθυμησεις φωτος σε ημιφωτες σρατες

Φοραω καθε βραδυ τις πιτζαμες μου

Οταν τα σκυλια
αρχιζουν να γαβγιζουν

Βαζω τον θυρωρο να ζηταει επισκεπτηριο
για να βαλω σε ταξη αφιξεις και αναχωρησεις εικονων και μυρωδιων

Και το πρωι στελνω επειγοντα γραμματα
σε αγνωστους παραληπτες

Εκει κατεληξα

μονογραμμα

Τωρα που η γειτονια σου εγινε στοχασμος του ηλιου

Θαρθω να στησω γιορτες
Θαρθω γυμνος να κατοικησω την συγκαταβαση σου
Κι εσυ θασαι διπλα μου μ’ ενα καταρτι στα μαλλια
Και μ’ ενα γαλαζιο τοπιο αναμεσα στα ματια σου.

Εισαι το θεωρημα μεσα σ’ ευθειες φωτος.
Εισαι το γεγονος μου.
Σε χανω στην αντιληψη της μερας.
Σε ξαναβρισκω εκει που μοναζει η ανοιξη.

Ο χρονος περνα με αμηχανια απο μπρος σου.
Κι εσυ του γνεφεις βαστωντας το μονογραμμα των εποχων μου.

τα αμοιρα της γης

Η στοργη που δε σου εδειξα
Η αγαπη που δεν ενιωσες
Τ’ αγκαλιασμα που παραμενει μουδιασμενο
Το φτερουγισμα στη καρδια οταν χαθηκαμε
Κι ολα τ’ αλλα τα αμοιρα της γης.

Γινονται αυτονομα τερατα
Μενουνε παραξενες σκιες στους τοιχους κολλημενες.

Με καρτερουν να γυρισω απ’ τη δουλεια
Και δε μ’ αφηνουν να κοιμηθω ολο το βραδυ
Με τις φωνες τους.

αργησα

Ειπα ναρθω να σε δω
μετα από τοσο καιρο.

Χτυπησα την πορτα σου
και μου ειπαν οτι ειχες μετακομισει
σε αγνωστο διευθυνση.

Πώς μου φανηκε πως η γηραια κυρια που μ’απαντησε
σου εμοιαζε ;

Τα γενεθλια μου

Σημερα ειναι τα γενεθλια μου.

Ολες αυτες οι συμφωνιες που υπεγραψα και οι κωδικες που αποδεχτηκα τοσα χρονια
ειναι δεμενες αναμεταξυ τους με αρρηκτους κομπους.

Που καμμια φορα, οπως σημερα, κανενας φευγει απ την θεση του
και καθεται στον λαιμο μου

Πώς να βηξω μπροστα σε τοσο, και πανω απ' ολα, σε τετοιο κοσμo ;

Ασε που σημερα που ειναι τα γενεθλια μου

Πρεπει να κρατηθω μακρυα απο σφραγιδες γνησιοτητας

Με κανουν να αισθανομαι διπλά μπασταρδος

Η προβα

Γενιες ολοκληρες,
χρονια και χρονια που περασαν
αδιαφορα από διπλα σου
χωρις να σ’ακουμπησουν.

Και πιο πολυ σε πειραζει
που δεν καταλαβες
πού τρεχουν
πώς αλλαζουν
τι θελουν

Πώς κανεις επεμβαινει μεσα σ’αυτα,μ’αλλα λογια.

Με μια μεγαλη απειρια κι ατολμια κι αμηχανια
χειρισθηκες ολη αυτη τη ζωη.

Παρ’ ολο που επαθες κι εμαθες πολλα.

Η προβα ακομη συνεχιζεται

Ιστημι

Σταυρός : εκ του ρηματος ‘ίστημι’

Τιποτε περισσοτερο, τιποτε λιγωτερο

Μονο μια σταλια κιτρινη γυρη

Κι η ιστορια μου σε μια γωνια

ερημια

Το βλεμμα σου, αχ αυτο το παραπονο σου, βουβος αντιλαλος μεσα μου
Τα χερια σου, πεισματικα κλειστα σε γροθιες, το βραδυ ανοιγαν νυχτολουλουδα
Τα υγρα σου, γαργαρα ποταμια που μοιριζαν ανοιξη
Οι ποροι του σωματος σου, ρουφουσαν αλμύρα απ τα δακρυα μου
Τα ποδια σου, σηκωναν περηφανα και αγερωχα ολη μας την υπαρξη
Τα λογια σου, κρεμονταν ορφανα παιδια στο λαιμο μου
Οι αξημερωτες νυχτες μας, γεματες σκιες και υφαιστεια ανενεργα

Η ατελειωτη ερημια μου, που δεν παλευεται πια

Οταν δεν ξερεις

Μετα, φωναξα απολογουμενος
Μετα

Δεν ηξερα πώς ν αγαπησω
Κι αγαπησα τον εαυτο μου

Με τοσο παθος που κατεληξε σε μισος

τρενα

Κι ειναι η πρωτη φορα
Που παρακαλαω να πεθανει πρωτα η λαμψη των ματιων σου
Για να μη μεινω ορφανος
Μεσ’ ενα κοσμο παρακλησεων.

Κι ειναι η πρωτη φορα
Που πρεπει να σαλταρω πανω στα τρενα
Οταν αυτα φευγοντας
Μου φερνουν λυπη.

να αρχισει το πανηγυρι

Αλυτρωτες ψυχες
Οι ψυχες μας

Παραπονα
Το ενα πανω στο αλλο
Πικρες

Θελω
Να τα αλλαξω ολα
Με σενα μαζι μου

Αλλιως
Να γινω ενας απλος παρατηρητης

Αχ ας κλεισει αυτος ο κυκλος των ποιηματων
Και ν αρχισει το πανηγυρι

Γυρος θανατου

Η παρασταση με την ασωματη κεφαλη, αρχιζει σε δυο λεπτα

Μα εμεις ακομα καθηλωμενοι στο γυρο του Θανατου

Σωμα

Αυτη λοιπον την ωρα

Που ολα εχουν πεσει σε υπνο βαθυ
Αναβαλοντας το ξεκλειδωμα των κωδικών για αυριο

Πως να μη σε θελω διπλα μου ;

Μ΄ενα νευμα σου να κολλησουμε στο τοπιο

Σωμα αγαπημενο, σωμα ολου του κοσμου
Σωμα αυτης της ωρας

Μεσανυχτα

Περασμενα μεσανυχτα παλι

Με το πιστολι στον κροταφο
Με δυο τρεις σφαιρες στο κομοδινο για εφεδρεια
Διπλα στην φωτογραφια που κιτρινησε

Η παλαμη στο στομα να μην ακουστεις

Ολα παραξενα σχηματα
Να ερχονται, να σ ακουμπουν και να φευγουν παλι
Αφηνοντας σταγονες αγωνιας στο μετωπο

Μονο το ταβανι παραμενει ασπρο

Κι αυτα τα τραγουδια με στιχους που ακομα δεν εγραψες
γιατι δεν ξερεις για ποιον να τα γραψεις.

Το κρεβατι απλωνεται, μεγαλωνει, πνιγει το δωματιο

Και σε πεταει απ΄ το παραθυρο γυμνο στον δρομο

Ο δικος μας ιδρωτας

Λαμψεις απο αστραφτερα ποτηρια γεματα κρυο νερο τα ματια μας

Μετα
Εγκαταληψεις
Απορριψεις
Πικρες, μωρε

Οσο ο ιδρωτας μας που αχνιζε και τον γλυφαμε λυσασμενα

Οταν αγακαλιαστηκαμε και κρεμαστηκαμε ο ενας στον λαιμο του αλλου

σε καθε διαδρομο

Κι απ εδω να αρχιζαμε καπου παλι θα χανομασταν
Ειπα

Το ξερει
και γι αυτο μενει μαζι μου

Να καρφωνει πινακιδες κατευθυνσης

Σε καθε διαδρομο

μιση εξομολογηση

Υγρο απογευμα.

Κραταω απο σενα εναν εσπερο.
Κραταω ενα μισχο απ’ τις παραισθησεις
της αμετακινητης εικονας σου.

Σε τουτο
το μισχο ακροβατωντας
τραγουδαω
την αγαπη μου.

Σαν μια εξομολογηση που δε τελείωσε ποτε.

Μοναξια

Τ συννεφα κι αν βάρυναν, δεν ειν’ απ’ το νερο τους

Ειναι απ την μαυρη μοναξια, που πνεει αναμεσο τους

εντροπια

Στην ακρη του δωματιου

Ενα βιβλιαριο υγειας πεταμενο
Ελεγχει τον καιρο του
Με τα κιτρινισμενα φυλλα του

Περηφανο γαι τον προορισμο του
Αγνο στην ιστορια

Μια πολεμα για ανιχνευση μνημων
Μια σκυβει το κεφαλι

Στο ακουσμα περαστικων κορακιων που καποτε θα ερθουνγια μονιμη εγκατασταση

στα δυσκολα

Θα πληρωσω
που δεν σου εμαθα να αντεχεις στα δυσκολα

Εγω θα πληρωσω
Και το μαγιατικο στεφανι σου
Και τα λογια σου
Και την απαξιωση σου
Και την ερμηνεια σου

Α, και το δακρυ σου

Ακομη και το ακορντεον στο δρομο που χανεται μακρια μας

Ειμαι ο μονος

Μέσα σ’ αυτό σου το βλέμμα

Βλέπω το άδειασμα σου
Βλέπω τη συνομωσία σου
Βλέπω την ελπίδα σου
Βλέπω το παράπονο σου
Βλέπω την παράδοση των πάντων.

Κι είμαι ο μόνος που μπορώ και βλέπω τα καραβια που αρμενιζουν αναμεσα στα φρυδια σου.

Κι είμαι ο μόνος που το ήξερα από καιρό.

Μη σμιγεις τα φρυδια σου

φοβος

Όταν γαντζώνεσαι επάνω μου
Φυσάει απ το παράθυρο μας εκείνο το μυρωδατο ανοιξιάτικο αεράκι.

Όταν με κοιτάς στα μάτια
Σαλπάρει αθόρυβα το πλοίο της γραμμής

Όταν παραδίνεσαι στα χέρια μου
Αρχίζει η ψαλμωδία των Πασχαλιατικων Χαιρετισμών

Όταν περιμένεις ένα νεύμα μου
Αρχίζω και μιλώ